- αλευρόμαντις
- ἀλευρόμαντις (-εως), ο (AM)αυτός που ασκεί τη μαντική χρησιμοποιώντας αλεύρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + μάντις.ΠΑΡ. μσν. ἀλευρομαντεῖον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλευρόμαντις — one that divines from flour fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλευρομάντεις — ἀλευρόμαντις one that divines from flour fem nom/voc pl (attic epic) ἀλευρόμαντις one that divines from flour fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Alevromantis — ALEVROMANTIS, is, Gr. Ἀλευρομάντις, ιως, ein Beynamen des Apollo, welchen er von ἄλευρα, das Mehl, und μάντις, ein Wahrsager, hat, weil bey den Alten auch eine Art ihrer Wahrsagerey mit Mehle geschah, und Apollo ein Gott der Wahrsagerkunst über… … Gründliches mythologisches Lexikon
άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… … Dictionary of Greek
αλευρομαντείον — ἀλευρομαντεῑον, το (Μ) [ἀλευρόμαντις] το μάντεμα με αλεύρι, η αλευρομαντεία … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
ԱԼԻՒՐԱԴԻՒԹ — (ի, ից.) NBH 1 0014 Chronological Sequence: 12c, 13c գ. ἁλευρόμαντις qui farina divinat Դիւթիչ ալերբ. որ հմայէ ʼի ձեռն ալեր. *Ալիւրադիւթքն եւ գարեդիւթքն եւ հարցուկքն. Մխ. երեմ.: *Ոչ ընդունել զալիւրադիւթս, զգարեդիւթս, զհաւահմայս. Վահր. յայտն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)